- προερευνώ
- -άω, Α1. εξετάζω προηγουμένως2. φρ. «οἱ προερευνώμενοι ἱππεῑς» — οι έφιπποι ανιχνευτές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προερευνητής — ο, ΝΑ [προερευνῶ] αυτός που ερευνά πρώτος ή πριν από κάποιον κάτι … Dictionary of Greek